οφίκιο — το (λ. λατ.), αξίωμα στρατιωτικό ή εκκλησιαστικό στους Βυζαντινούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λογοθέτης — Αξίωμα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, που σχετιζόταν με τη διαχείριση των κρατικών υποθέσεων. Ο κυριότερος ήταν ο μέγας λ., αξίωμα ανάλογο με εκείνο του σημερινού πρωθυπουργού. Οι διάφοροι άλλοι λ. του Βυζαντίου ασκούσαν, ανάλογα με τον… … Dictionary of Greek
υπομνηματογράφος — ο / ὑπομνηματογράφος, ΝΜΑ νεοελλ. υπομνηματιστής, σχολιαστής νεοελλ. μσν. 1. (στο Βυζ.) αξιωματούχος σε διάφορες υπηρεσίες τής Κωνσταντινούπολης και τών επαρχιών, που είχε ως καθήκον να εκτελεί τη γραφική εργασία τών υπηρεσιών αυτών αλλά και την… … Dictionary of Greek
δομέστικος — Βυζαντινό εκκλησιαστικό, στρατιωτικό και πολιτικό αξίωμα. Προέρχεται από τη λατινική λέξη domesticus που σημαίνει υπηρέτης, θεράπων. Ο θρησκευτικός τίτλος δινόταν στους πρωτοψάλτες, στους επικεφαλής του δεξιού και του αριστερού χορού των ψαλτών… … Dictionary of Greek
κατηγοριάρης — (I) α, ικο φιλοκατήγορος, κακόγλωσσος, κουτσομπόλης, συκοφάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατηγορία + κατάλ. άρης*]. (II) κατηγοριάρης και καταγοριάρης, ὁ (Μ) εκκλησιαστικό οφίκιο, υπάλληλος τού ναού τής Αγίας Σοφίας που φρόντιζε για τον ευτρεπισμό τού ναού … Dictionary of Greek
λαμπαδάριος — Εκκλησιαστικός τίτλος που απονεμόταν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε δύο κατώτερους κληρικούς, έργο των οποίων ήταν η συντήρηση και ο καθαρισμός των λαμπάδων των εκκλησιών. Επίσης, οι λ. κρατούσαν τις λαμπάδες την ώρα που εισερχόταν ο… … Dictionary of Greek
τίτλος — ο, ΝΜΑ, και τίτυλος Μ, και τίτουλας ΜΑ, και τίτλος, ἡ, Α νεοελλ. μσν. λέξη ή σύντομο κείμενο που δηλώνει το περιεχόμενο ενός συγγράμματος, ενός θεατρικού έργου, ενός κεφαλαίου ή παραγράφου, επικεφαλίδα νεοελλ. 1. ονομασία επιχείρησης, ιδρύματος,… … Dictionary of Greek
ωνητός — ή, ό / ὠνητός, ή, όν, ΝΜΑ, και ὠνητός, όν, Α [ὠνοῡμαι] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να αγοράσει νεοελλ. μσν. φρ. «ωνητό αξίωμα» οφίκιο, αξίωμα τού οποίου η απόκτηση γινόταν μετά από καταβολή χρημάτων αρχ. 1. αυτός που αποκτήθηκε με αγορά,… … Dictionary of Greek
Ανδρέας — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Προπάππους του Κλεισθένη από τη Σικυώνα. 2. Τύραννος της Σικυώνας. 3. Αθηναίος άρχοντας. 4. Γιος του ανδριαντοποιού Λύσιππου, ανδριαντοποιός και o ίδιος. 5. Μουσικός από την Κόρινθο. 6. Ιστορικός από την Πάνορμο της … Dictionary of Greek
Δετοράκης, Θεοχάρης — (Αμαριανό Πεδιάδας Ηρακλείου 1936 –). Φιλόλογος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου και στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε, αρχικά, ως καθηγητής στη μέση εκπαίδευση και στη συνέχεια ως… … Dictionary of Greek